ξυλομυρσίνη

ξυλομυρσίνη
ξῠλο-μυρσίνη, ,
A = μυρσίνη ἀγρία, v.l. in Dsc.4.144.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξυλομυρσίνη — ξυλομυρσίνη, ἡ (Α) το φυτό μυρσίνη η αγρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + μυρσίνη] …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”